κληροκρατικός

κληροκρατικός
-ή, -ό
οπαδός τής κληροκρατίας, τού κληρικαλισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κληροκρατία. Ο τ. μαρτυρείται από το 1883 στην Εφημερίδα Εφημερίς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”